-
1 горный
го́рн||ыйприл1. ὀρεινός, βουνήσιος:\горныйая вершина ἡ βουνοκορφἤ \горныйое ущелье τό στενοπόρι, ἡ κλεισούρα, τό δερβένι· \горныйая цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βου-νοσειρά· \горныйая артиллерия воен. τό ὀρειβατικό[ν] πυροβολικό[ν]·2. (гористый) ὁρεινός, βουνήσιος·3. (горнопромышленный) μεταλλευτικός, τῶν μεταλλείων:\горныйое дело ἡ μεταλλεία, ἡ μεταλ-λειολογία· \горный инженер ὁ μεταλλειολόγος· \горный институ́т ἡ Σχολή μεταλλειολογίας· \горныйые породы τά κοιτάσματα μετάλλων \горный хрусталь τό ὁρυκτό κρύσταλλο· ◊ \горныйое солнце τό κβάρτς, ὁ χαλαζίας· \горный лен мин. ὁ ἀμίαντος·. -
2 горный
επ.1. ορεινός, βουνίσιος•-ое озеро ορεινή λίμνη•
-ая цепь οροσειρά•
горный воздух βουνίσιος αέρας•
-ая страна ορεινή χώρα•
-ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό.
2. ορυκτός•-ые богатства ορεινός πλούτος.
3. μεταλλευτικός, των μεταλλείων•-ое дело μεταλλειολογία•
горный инженер μεταλλειολόγος• μηχανικός μεταλλείων•
-ая порода πέτρωμα•
горный хрусталь ορυκτό κρύσταλλο.
εκφρ.горный лен – ο αμίαντος. -
3 инженер
ο μηχανικόςглавный - ο αρχιμηχανικός, ο τεχνικός διευθυντήςдежурный - της βάρδι-ας/φυλακήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инженер
-
4 инженер
инженерм ὁ μηχανικός:горный \инженер ὁ μηχανικός μεταλλειολογος· \инженерхи́мик ὁ χημικός μηχανικός· \инженерстроитель ὁ πολιτικός μηχανικός.